- ἀγρυπνοῖ
- ἀγρυπνέωlie awakepres opt act 3rd sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἄγρυπνοι — ἄγρυπνος wakeful masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διυπνισταί — διυπνισταί, οι (Μ) μοναχοί που έχουν ως έργο να προσέχουν ώστε να παραμένουν άγρυπνοι οι μοναχοί κατά τον όρθρο ή την ολονυκτία … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
αξημέρωτος — η, ο επίρρ. α 1. (για τη νύχτα), εκείνη που δεν ξημερώνει: Μέσα στη θλίψη μας η νύχτα εκείνη μας φάνηκε αξημέρωτη. 2. (για κατάρα), εκείνος τον οποίο καταριέται κάποιος να μην τον βρει ζωντανό η άλλη μέρα: Αξημέρωτος να σαι, παλιάνθρωπε. 3. αυτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)